Το σπίτι
Λευκό,με βαριές κεραμιδί πέτρες και μια βαριά,σιδερένια καγκελόπορτα. Κοντοστεκόσουν πάντοτε για να θαυμάσεις την αύρα αυτού του σπιτιού. Μαζί με σένα,η φαντασία σου στροβιλιζόταν κι έπλαθε εικόνες που μεταξύ τους ήταν ικανές να υφάνουν μια ολόκληρη ζωή,πλασμένη πάνω σε όνειρα και Κυριακάτικες μυρωδιές. Τόσες όμορφες αναμνήσεις,που ούτε καν εσύ δε θα κατάφερνες να σβήσεις από το μνημονικό σου,όσο και να κόπιαζες.
Κάθε μεσημέρι,από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού,ήχοι και νότες πλάνευαν τους ντόπιους περαστικούς• ήχοι ενός πιάνου,που στο άκουσμα του η φύση οργίαζε και η ψυχή γαλήνευε. Γέλια κάθε λογής,ηχοχρώματα σπάνια,έμοιαζαν να ξεπηδούν μέσα από τούτο το σπίτι.
Μα θαρρείς πως κάπου – κάπου,τα γέλια σώπαιναν ξαφνικά… Οι φωνές μήτε και τολμούσαν να ακουστούν. Το πιάνο δεν χάριζε πια τις ευλαβικές του μελωδίες,και μονομιάς το τοπίο σκοτείνιαζε για μέρες γύρω από το σπίτι.
….…………………….…………………….…………………
Το μικρό κοριτσάκι που κάποτε έπαιζε στο κατώφλι με την κούκλα του μεγάλωσε,κι όλα έμοιαζαν να μεγαλώνουν μαζί του. Οι μυρωδιές δεν του ήταν τόσο γνώριμες πια. Οι νότες του πιάνου ηχούσαν ξεκούρδιστες με τα χρόνια. Τα γέλια δεν ήταν,πλέον,τόσα δυνατά όπως άλλοτε και οι φωνές όλο και λιγόστευαν.
Μα κάθε φορά πριν διαβεί εκείνο το κατώφλι,καθόταν στο πεζουλάκι της μεγάλης καγκελόπορτας για να θυμηθεί… Της είχε απομείνει να θυμάται κι έτσι,το φως και το σκοτάδι μπλέκονταν αρμονικά στο πρόσωπο του κοριτσιού,που χαμογελώντας,έκλαιγε!