Ναι την αγαπούσα τη θάλασσα… Όταν ήμουν μικρός συνήθιζα να επισκέπτομαι με τον μπαμπά και την αδερφή μου τη θάλασσα. ( Η μαμά καμία φορά δεν ερχόταν μαζί μας). Ώρες ατέλειωτες ξόδευα μέσα στα γαλαζοπράσινα νερά της και τότε δεν φανταζόμουν ποτέ πως η σχέση μου μαζί της θα περνούσε κυριολεκτικά από ” σαράντα κύματα “. Τη χαιρόμουν πολύ τη θάλασσα. Το ατελείωτο κολύμπι, τα κάστρα στην άμμο, τα κουβαδάκια που κάθε χρόνο έχανα ή χαλούσαν κι έπρεπε να αντικατασταθούν• μα πάνω απ’όλα αυτή η μυρωδιά της και ο αέρας που λειτουργούσαν σαν χάδι στην παιδική μου ηλικία.
Αυτό, βέβαια, άρχισε σιγά – σιγά ν’αλλάζει. Το αίσθημα της χαράς και της ξεγνοιασιάς άρχισε τώρα να μετατρέπεται σε έναν άδειλο φόβο, σε μια ακατανόητη ανησυχία που όμοιά της δεν είχα ξανά βιώσει μέχρι τότε.
Οι δικαιολογίες για την απουσία μου ξεπηδούσαν σαν άσοι απ’το μανίκι μου, κάθε φορά ολοένα και πιο πειστικοί, τόσο που στο τέλος μέχρι κι εγώ ο ίδιος σταμάτησα να ξεχωρίζω το που άρχιζε και τελείωνε κάθε φορά, η πλαστή μου ιστορία. Μέχρι που στο τέλος, η αλήθεια ανάμεσα στο τι συνέβαινε με άφηνε παγερά αδιάφορο τόσο στο να το κατανοήσω, όσο και να σπεύσω να το αλλάξω. Μεγαλώνοντας, και παράλληλα καλωσορίζοντας την ήβη μου, η ανησυχία αυτή γινόταν πιο έντονα φόβος για το άγνωστο, για το άγνωστο που μπορεί αυτό το απέραντο γαλάζιο να φιλοξενεί στα έγκατά του.
Αυτό το αίσθημα τρυπούσε κάθε φορά το μυαλό μου. Οι παιδικές αναμνήσεις άρχισαν έτσι να ξεθωριάζουν, μη μένοντας τίποτε το ευχάριστο για να θυμάμαι. Όλα φάνταζαν σαν κάποιος να μου τα είχε διηγηθεί, κι όχι σαν να τα είχα ζήσει κάπου κοντά, στην παρελθοντική μου πραγματικότητα. Μα το παράξενο ήταν πως καθόλου δεν με ενοχλούσε αυτό.
Ανέκαθεν ήμουν παιδί που δεν μ’άρεζε να θυμάμαι. Δεν επεδίωκα να κρατώ αναμνήσεις κι αυτό ήταν κάτι που την δεδομένη στιγμή με βόλευε κατά πολύ. Εκείνες ήταν κάτι ανεξήγητα επίπονο για μένα και είχα από πολύ μικρός εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να απαλλάσσεται από εκείνες. Μεγάλωσα. Η νιότη μου είχε πια δώσει τη σκυτάλη στη φρεσκάδα της ενηλικίωσης μα τίποτα δεν είχε προξενήσει αυτή η μεταβατική, κατά τα άλλα, περίοδος στη σχέση μου μαζί της. Τα όρια είχαν τεθεί ανάμεσά μας και η φράση του μπαμπά μου ηχούσε πάντοτε ηχηρά στα αυτιά μου κάθε φορά που τύχαινε ν’αντικρίζω θάλασσα:
ν’αντικρίζω θάλασσα: 《 Τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι κι όχι να την φοβάσαι 》. Ίσως, όμως, εγώ να υπήρχα κάπου ενδιάμεσα αυτών των δύο αντιπάλων συναισθημάτων που κάποιες φορές το ένα επικρατούσε με ελάχιστη διαφορά του άλλου.
Η θάλασσα είχε γίνει πια αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα μου και δε μπορούσα να την αποχωριστώ, μα δε μπορούσα και να την πλησιάσω. Μ’άρεζε να την αγναντεύω από μια ικανοποιητική,- μεταξύ μάς,- απόσταση. Για κάποιους ίσως και υπερβολική, μα για μένα ανεπαίσθητα απαραίτητη. Καμιά φορά δε, στη θέα της ήθελα να με συντροφεύουν, τις περισσότερες φορές όμως χρειαζόμουν μόνος λίγο χρόνο μαζί της. Άλλωστε, η θάλασσα θέλει μοναξιά, κι είχα άπλετη από δαύτη να της δώσω. Μέχρι και σήμερα η αγάπη μου για εκείνη μένει αναλλοίωτη κι αναπόσπαστη στο χρόνο.
Ανέγγιχτη και βαθιά ριζωμένη στο μέσα μου. Μα το χάσμα ανάμεσά μας καθίσταται έκτοτε όλο και μεγαλύτερο. Δύσβατο κι απρόσιτο, κι από τις δύο πλευρές. Ναι, ακόμη την αγαπώ τη θάλασσα, μα έμαθα πια να την αγαπώ με τον δικό μου τρόπο.!