Κι έκλαψα, έκλαψα κι απόκαμα όλα τα βάσανα, όλα τα βάρη που
κουβαλούσε βαθιά μέσα της η ψυχή μου.
Μάλλον φταίει που καμωμένες θα’θελε κανείς να λέγει πως είναι πολλές οι
ριμάδες οι αμαρτίες μέσα μου.

Κοντοστάθηκα λίγο στην άκρη του κρεβατιού, απέναντι από το μεγάλο
φωτεινό, – κάποιες φορές -, παράθυρο.
Κι εκείνη σαν να’ταν η στιγμή που άρχισα και συλλογιόμουν…
Ο πατέρας μου, μου’χε πει κάποτε πως ό,τι κι αν είναι να φέρει η ζωή
μπρος στα πόδια μου, να μην παραιτηθώ. Πως… δεν πρέπει να παραιτηθώ!
Η μητέρα μου μα θες, ίσως είχε κατορθώσει από νωρίς να δει και την δειλή, ‘’
άφτιαχτη ‘’ ακόμα, πλευρά του εαυτού μου. Ήταν η παρηγοριά μου, όταν
όλοι οι άλλοι την ίδια στιγμή με θεωρούσαν… άτρωτη!
Κι ήταν που ο ήχος της βροχής σαν να έπαυσε την σκέψη μου, να σώπασε
τις μνήμες μου, που τώρα ξαναγίνονταν σταλαγματιές και ξέφευγαν δίχως
τελειωμό από τις σχισμές των ματιών μου.
Ο ουρανός ίσα που άνοιξε και άφησε κι εκείνος με τη σειρά του την βροχή να
ξεχυθεί από τα δεσμά του, σημάδι πως κι εκείνος λυπήθηκε την πίκρα και
συνέπασχε με τις πληγές μου, θέλοντας τώρα να τις απαλύνει.
Τελείωνε… Το΄νιωθα πως τελείωνε, και η ψυχή μου δεν βάσταγε να
σκέφτεται πως τούδε και στο εξής θα πλανιόταν μόνη της.
Οι σταλαγματιές επέστρεψαν στα μάτια μου, μα τούτη δα τη στερνή φορά
φλέγονταν, λάβωναν την ψυχή μου.
Μόνος, ως έτσι κίνησα από την αρχή για τον δρόμο της ευτυχίας που τώρα
λεύτερος, άρχισα να κατηφορίζω προς τα πίσω.
Το ‘’ ποιός ‘’ ήμουν και το ‘’ τί ‘’ γύρεψα εκεί, ποτέ μου δεν κατάφερα και να
το μάθω. Μα σάμπως, μήτε το θέλησα και ποτέ.
…………………………………………………………………………………………
Κι άρχισα κι έκλαιγα…
Έκλαψα, ώσπου απόκαμα!