Πόνος
Ως “Πόνος” μπορεί να οριστεί η (όποια) δυσάρεστη αίσθηση που δύναται να προκληθεί από ένα,- κατά τα αλλά-, έντονο και δυσάρεστο ερέθισμα.
Ή τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να γνωρίσουμε εμείς…
Εκείνο, όμως,που καθένας καλείται να ονομάσει κάτι ως “Πόνο”,σαφώς διαφέρει, τουλάχιστον υποκειμενικά.
Αρχικά,θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως ο “Πόνος” είναι ένα από τα δυνατότερα και πιο επίπονα συναισθήματα.
Βιώνεται τόσο σωματικά,όσο και ψυχικά. Οι μορφές του διαφέρουν από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, άλλοτε σε πιο επίπονα,κι άλλοτε σε πιο ήπια επίπεδα. Δεν παύει,όμως,να ενυπάρχει τόσο μέσα στο “θύμα” που τον κουβαλά,όσο και στην καθημερινότητα αυτού.
Τόσο μηχανοράφος…μπορεί να διαρκέσει όσο εκείνος το επιθυμεί· από μια στιγμή έως και την απόλυτη αιωνιότητα.
Τόσο ύπουλος…να παραμονεύει στην γωνιά της πιο ευτυχισμένης στιγμής σου κι εσύ γεμισμένος με άγνοια,να τον καλωσορίζεις να συμμετέχει σε αυτή,πλάι σου.
Κάποιες φορές το γνωρίζεις από την αρχή,άλλοτε το μαθαίνεις στην πορεία, ενώ άλλοτε πάλι καταφέρνεις να παραμείνεις σε αυτή την επιθυμητή σου άγνοια.
Όταν έρχεται,συνήθως δεν στο δείχνει.
Όχι,δεν σου δείχνει το πόσο αμείλικτος μπορεί να απογίνει.
Σου τάζει διαδρομές στο ατελείωτο φως, τυλιγμένος ονειρικά σε ένα παραμυθένιο πέπλο που η μέσα του πλευρά είναι ραμμένη από κάθε είδους δυστυχία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Κι εσύ τι κάνεις… Στροβιλίζεις δίπλα του, κοιτώντας τον μέσα στα μάτια, χορεύοντας στον ρυθμό που εκείνος δίνει.
Κι ενώ χορεύεις, τα πόδια σου δεν πατούν πλέον στην γη… Πετάς, νομίζοντας πως όλο αυτό σου αξίζει και πως πλέον ήρθε η στιγμή για να το ζήσεις.
Είναι εκείνη η στιγμή που ξεκινάς να κάνεις όνειρα για μια επίγεια Ευτυχία.
Είναι,βέβαια,κι εκείνη η στιγμή που εκείνος σε έχει ήδη ακούσει…
Ακούει και βλέπει την αχαριστία σου. Βλέπει πως ό,τι απλόχερα εκείνος σου είχε χαρίσει εξαρχής,το παραμερίζεις για κάτι ανώτερο από εκείνον· η στιγμή που πλημμυρισμένος από απογοήτευση, ξεκινά να σου δείχνει το πραγματικό σου πρόσωπο.
Η δύναμη του απλώνεται αθόρυβα πάνω σου,κι εκείνος κρυμμένος και τυφλωμένος από το δικό σου φως και την δική του ζήλια,αρχίζει να κλείνει τον έναν διακόπτη μετά τον άλλον αφήνοντας σε,σε ένα αβύθιστο σκοτάδι χωρίς διαφυγή.
Και τελικά τι κατάφερες;
Και τελικά τι ήθελες να πετύχεις;
Φώναξε. (κανείς δε θα σε βοηθήσει..)
Ούρλιαξε όσο δυνατά θέλεις. (κανείς δε θα σε ακούσει…)
Κλάψε. (κανείς δε θα σε συγχωρέσει…)
Εσύ τον έδιωξες,εσύ τον απαρνήθηκες, εσύ τον πλήγωσες πρώτα.
Εσύ δημιούργησες αυτό το τέρας,που πλέον δε θα διστάσει ούτε μια στιγμή να σου δείχνει το πόσο αδίστακτο μπορεί να γίνει.
………………………………
Τρέφεται από το πόσο ανήμπορος έχεις γίνει.
Ικανοποιείται από το πόσο δυνατά,τώρα,φωνάζεις το όνομα του για βοήθεια.
Μεγαλώνει,από την απελπισία σου να γυρίσει πίσω.
Μα έχει πάρει πια σάρκα και οστά και δεν σ’έχει πλέον καμία ανάγκη για να υπάρξει!
Εσύ,όμως;
Μπορείς,πλέον,να υπάρχεις χωρίς αυτόν;