Και τότε ήταν που τον ρώτησα:
“ Τι να ξέρεις άραγε για μένα;
Για την δίκη μου ζωή..;
Για το πόσο απελπιστικά κυλάει η ζωή μου μακριά σου;

Μα κι αν ξέρεις, τώρα τι ζητάς;
Γιατί γυρνάς πίσω;”

Ποτέ δεν ξέχασα την παρουσία σου
– ίσως και να μη θέλησα να την ξεχάσω –
Κι ύστερα ήρθε ο χρόνος, που σιγά σιγά άρχισε να με εξοικειώνει με την απουσία σου.
Κι έπειτα η εξοικείωση αυτή μετατράπηκε σε συνήθεια· στον δικό μου τρόπο ζωής να μαθαίνω να υπάρχω
– ίσως, συμβατικά ακόμη. –

Τι ξέρεις για μένα;
Τι θέλησες ποτέ να μάθεις;
Έμαθες, το ξέρω πως έμαθες,
– ίσως εκείνα που εγώ θέλησα να μάθεις.-

Φθορά!
Όλη μου η ύπαρξη μια τραγική, αέναη στο χρόνο, φιγούρα που κάποτε μου χαμόγελα νοερά, κι άλλοτε πάλι το σκοτάδι που βλέπω στα μάτια της…
Πως με φόβιζε εκείνο το σκοτάδι..

Δε μπορείς καλέ μου να τάξεις φως, στον άνθρωπο που αφανίζετε από σκοτάδι…