ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ
Κι έτσι, ετοίμαζα για πολύν καιρό τις φτερούγες που θα με πετούσαν μακριά.
Σμήλευα, προσέθετα, κι αφαιρούσα.
Σαν να’θελε ο λογισμός μου να αλλάξει κατιτίς.
Έγινα Θεός, κι έκανα ό,τι ήθελα, δίχως στάλα να ανταριάζω το μέσα μου
Κι αυτή η μέρα γίνηκε, έφτασε!
Σημάδια που πεισματικά αγνοούσα.
Κινήσεις που εγωιστικά παραδεχόμουν.
Όλα σε μια αλληλένδετη, εκκωφαντική αρμονία, μα συνάμα τόσο ηχηρά αθόρυβη στα δικά μου …-
Άδειο ,ένα άδειο σώμα.
Μια νεφέλη που στο πέρασμά της διέλυε και κατέστρεφε.
– Τους άλλους;
– Όχι δα!
Ήταν αρκετή για εκείνους• και το γνώριζε.
Κι όσο περισσότερο το γνώριζε, τόσο οι φτερούγες επιχειρούσαν την ανάβασή της.
Σιωπηλά, ώστε ο θόρυβος να νικήσει την ατολμία της.
Ήθελε να πετάξει μακριά, αλλά ήταν τόσο ανάλαφρη που η άϋλη ,πια, οπτασία της αντανακλούσε αβάσταχτα την βαρύτητα.
Κι έτσι πέταξε.
Άμορφη, άθραυστη!
Ελεύθερη..