Αμέτρητες είναι εκείνες οι φορές που στην ουσία τους δεν χρειάστηκε να αποφασίσουμε για κάτι. Από τη στιγμή που έχουμε επιλεχθεί για να υπάρξουμε σ’αυτόν τον κόσμο, η επιλογή καθίσταται κι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας.
Από την άλλη πλευρά, κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε το λόγο που αυτές οι επιλογές είναι καμιά φορά λιγάκι παραστρατημένες κι οδηγούν σε αδιέξοδα τέλματα.
Από μικρά παιδιά μας δινόταν η ψευδαίσθηση πως οι δικές μας επιλογές καθορίζουν τόσο το δικό μας μέλλον, όσο και , – κάποιες φορές -, το μέλλον των γύρω μας.
“Μια σταλιά παιδάκι ήσουν όταν καταλάβαμε το πόσο σου αρέσει το ποδόσφαιρο κι αποφασίσαμε να σε στείλουμε για να μάθεις και να γίνεις μεγάλος και τρανός”! Αυτή η, κατά τα άλλα, κοινότυπη ατάκα, έρχεται πολλές φορές μέχρι και σήμερα σε συναντήσεις, σε συζητήσεις, για να στοιχειώσει ακόμη περισσότερο μνήμες κι αναμνήσεις που τις είχα πολύ καλά φυλακισμένες μέσα μου. Είχα πετάξει το κλειδί, μα δεν γνώριζα πως το απόθεμα σε αντικλείδια ήταν τόσο ανεξάντλητο, που ακατάπαυστα εμφανιζόταν κι ένα καινούριο.
Ίσως και το άλλο να φαντάζει κάπως γνώριμο κι οικείο στα αυτιά πολλών:
“Τι να σε κάνω; Αν τελικά έχεις επιλέξει το άλλο που “λέγαμε “, τώρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά “.
Κάθε φορά που η συζήτηση ξεκινούσε κατά αυτόν τον τρόπο, έβλεπα την αυτοκριτική μου κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα στο μεγάλο παράθυρο του σαλονιού • με έπιανε από το χέρι κι ανεβαίναμε πάνω. Εγώ καθισμένη, κι εκείνη απέναντι να με κοιτάει επικριτικά. Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της. Η φωνή της έτρεμε, θυμάμαι, κάποιες στιγμές σα να ήθελε να σπάσει, σαν να ήθελε να λυγίσει, σαν να μην βαστούσε η ψυχή της όλο αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά της.
Τότε, καταλάβαινα πως ίσως όλο αυτό δεν ήταν δική της επιλογή. Πως κάποιος άλλος είχε διαλέξει για εκείνη. Πως ούτε κι εκείνη άντεχε να φέρεται με τόση απαξίωση σε ένα τόσο δα μικρό πλασματάκι.
Η απορία μου αυτή, όσο και να προσπάθησα να την καταπνίξω, να την ξεχάσω, να την σβήσω από το μυαλό μου, είχε καλά κυριαρχήσει μέσα μου κι ετοιμαζόταν για αντεπίθεση.
Μέσα σ’όλη αυτή τη βουή, κι εγώ για πρώτη φορά ίσως ικανός κι έτοιμος να διαξιφιστώ μαζί της. Περίμενα, μέχρι που κι εκείνη κόπασε. Αυτές οι ολιγόλεπτες στιγμές, ήταν άλλοτε παραδεισένιες για μένα, μα αυτή τη φορά οι αναστολές έπρεπε να παραμεριστούν και η επίθεση να είναι ακαριαία κι άκρως θανατηφόρα. Και τότε την κοίταξα. Στεκόταν ακίνητη, με μια ελαφριά κλίση προς τα αριστερά και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Σαν να περίμενε κι εκείνη τη λύτρωσή της. Το πρώτο βήμα, όμως, έπρεπε να γίνει από εδώ, από αυτό εδώ το δωμάτιο.
Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Μου ανταπέδωσε. Μηχανικά, το μυαλό μου ξεκίνησε να δουλεύει, πιέζοντας τις λέξεις να βγουν απροσπέλαστες από μέσα μου. Ο τόνος ήταν στην αρχή ήρεμος και σταθερός, συνδυασμένος με μικρές αναγκαίες παύσεις.
Σάστισε. Το επικριτικό της ύφος, είχε τώρα μετατραπεί σε μια εμφανή γκριμάτσα έκπληξης, μη διαχειρίσιμης. Δεν της έδωσα το περιθώριο να αρθρώσει, ούτε καν να διανοηθεί να σκεφτεί. Είχα ,τώρα, μετατραπεί σε ένα άψυχο ον που όσο οι λέξεις μου την πλήγωναν βαθιά ,τόση ευχαρίστηση αντλούσα πίσω. Κάποιες απ’αυτές χάνονταν στην πορεία τους• άλλες πάλι ξεχείλιζαν σαν ποτάμια από τα μάτια μου, αλλά είχα πολλές. Είχα κι άλλες πολλές ακόμη.
Έκανα πολύ καιρό να την ξαναδώ. Καμιά φορά πήγαινα στο παράθυρο που συνήθιζα να την περιμένω, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Έμοιαζε τόσο θολή η εικόνα της στο μυαλό μου, σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μη συνέβη ποτέ, κι απλά η φαντασία μου κάλπαζε κι ύφαινε μονάχη της. Έκτοτε, δεν ξανά βρεθήκαμε ποτέ. Ίσως να κατάλαβε πως η παρουσία της ήταν πια περιττή, μα ίσως και τα λόγια μου ,στην τελευταία μας συνάντηση, να της άνοιξαν πληγές που ακόμη δεν είχε καταφέρει να τις κλείσει • πληγές αθεράπευτα βαθιές.
Η επιλογή, λοιπόν, δεν ήταν μοναδικά δικής της. Σίγουρα, είχα παίξει κι εγώ τον ρόλο μου σε όλο αυτό.
……………………………………………………..
Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να βαφτίζουμε τις επιλογές “δικές μας” και να πορευόμαστε με βάση το συμπέρασμα αυτό. Το σίγουρο, όμως, είναι πως μονάχα ένα μερίδιο από αυτές φέρει αποκλειστικά την δική μας ευθύνη. Σε έναν κόσμο που τα πάντα αλληλοεπηρεάζονται, σε έναν κόσμο που όλα αλληλοεξαρτώνται, οι επιλογές μας άλλοτε επηρεάζονται περισσότερο, κι άλλοτε λιγότερο.
Στο τέλος, όμως, πάντοτε έχουμε επιλογή!