Ενοχές
Κι έτσι, εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως για να πας μακριά, πρέπει να κάνεις ένα βήμα τη φορά.
Αργά, μα σταθερά.
Αργά, για να μπορούσα να θυμάμαι καθώς ξεχνούσα.
Και καθώς θα ξεχνούσα, να μπορούσα να θυμάμαι, για να ονειρεύομαι!
Εκείνες δεν μ’άφηναν ποτέ να περπατώ μόνος.
Έμοιαζαν με κατάρες που ήταν εκεί για να με βάζουν να θυμάμαι.
Έτρεχα από γειτονιά σε γειτονιά.
Προσπαθούσα να σβήσω μνήμες· να ξεχάσω παλιούς έρωτες, φίλους, γονείς.
Μα όλα έμοιαζαν τόσο ίδια μεταξύ τους· τόσο απαράλλαχτα όμοια.
Δεν μου έλεγαν ποτέ που πάμε, κι αν με ρωτάς εκείνες δυνάμωναν, ενώ εγώ βυθιζόμουν στο χάος.
Τόσο εύκολα, τόσο ηθελημένα.
Όσο κι αν προσπαθούσα να εξεγερθώ, η πτώση μου ήταν ήδη γραμμένη· ανεξίτηλα!
Δεν μ’άφηναν ποτέ να ανασάνω.
Θηλιές τυλιγμένες έμοιαζαν· δεμένες γύρω μου, που όλο κι έσφιγγαν, λιγοστεύοντας έτσι τον κλοιό της ζωής μου.
Έχανα, ό,τι μέχρι τότε είχα ποθήσει ν’αποκτήσω.
Μπροστά στα μάτια μου γκρεμίζονταν οι πόθοι μου, κι εκείνες να γελούν ειρωνικά που έχανα ό,τι αγαπούσα.
Ό,τι αγαπούσα, κι ό,τι είχα καταφέρει να με αγαπήσει…