ΕΚΕΙΝΟΣ
Τη μέρα εκείνη δεν ήξερε τι να περιμένει. Δεν ήξερε τι θα συμβεί. Κι εκείνη η μέρα δεν άργησε να έρθει. Χρειάστηκε μονάχα μια ώρα και το είχε βρει στα μάτια εκείνου.
Ξέρετε, πολλές φορές οι άνθρωποι τείνουν να μην πιστεύουν πως θα τους συμβούν καλά πράγματα. Πιστεύουν πως ,ίσως, δεν τους αξίζουν. Η αλήθεια, όμως, είναι πως συνήθως δεν έχουν μάθει να ψάχνουν στα σωστά σημεία. Και τότε τα καλά “πράγματα ” έρχονται για να βρεθούν αντιμέτωπα με τους “αρνητές ” τους.
Εκείνη ήξερε πως δε μπορούσε να αγαπήσει. Το είχε προσπαθήσει πολλές φορές στο παρελθόν, μα δεν τα είχε καταφέρει. Έτσι, το είχε πάρει απόφαση πως οι σχέσεις της με τους ανθρώπους θα ήταν πάντοτε υπογραμμισμένες από μια λέξη : συμβιβασμός!
Όλα αυτά τα χρόνια πάσχιζε να βρει λέξεις και συναισθήματα για να αντικαταστήσει αυτό που εκείνη δε μπορούσε να έχει. Νόμισε πως με τον τρόπο αυτό, και ίσως μέσα απο τον δικό της παράλληλο συναισθηματικό κόσμο, θα είχε την ευκαιρία να καταλάβει, να νιώσει πως είναι να αγαπάς έναν άλλον άνθρωπο. Μα αυτή η ευκαιρία άρχισε να φαντάζει ολοένα και πιο μακρινή. Κι έτσι ξεκίνησε να το κατασκευάζει, να το φτιάχνει και να το επισκευάζει μόνη της, δίχως κανέναν να μπορεί να την διορθώνει.
Πέρασε πολύς καιρός για να έχει ένα άρτιο αποτέλεσμα. Κι όταν πια ήταν έτοιμο, ξεκίνησε να πειραματίζεται και να το δοκιμάζει. Έδειχνε να λειτουργεί, μα πολύ γρήγορα κατάλαβε πως όσο άδεια πήγαινε, τόσο κι άδεια γυρνούσε πίσω.
Όσοι την γνώριζαν την συμπαθούσαν, την λάτρευαν, την αγαπούσαν, μα εκείνη δε μπορούσε να ανταποδώσει. Ένα άψυχο πλάσμα, άκαρδο, να πλανιέται ανάμεσα σε φίλους, γνωστούς, υποψήφιους εραστές κι αυτή ανήμπορη να τους ανταποδώσει ούτε το ελάχιστο. Φαινομενική σκληρή, μα πιθανόν και το μέσα της να ήταν τελικά άτρωτο. Δεν λύγιζε, δεν πονούσε, δεν αγαπούσε. Απλά υπήρχε. Και τότε, ήρθε εκείνος!
Οι παλμοί της είχαν ανέβει κι ο θόρυβος ήταν τόσο εκκωφαντικός που ήθελε να ουρλιάξει. Δεν μπορεί να της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όχι, χωρίς να το είχε επιτρέψει εκείνη. Δεν ήταν πια άτρωτη. Όχι πια, όχι σ’εκείνον.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν κατά τα άλλα αφόρητα βασανιστικές. Ένα συνεχόμενο πισωγύρισμα. Ένα “φύγε ” κι ένα “έλα ” ,δίχως τελειωμό. Ένας συνεχόμενος κύκλος που φαινόταν να μην είχε σταματημό. Εκείνη να τρέχει, κι εκείνη να την ακολουθεί • σε κάθε παρεξήγηση, σε κάθε ανούσιο καβγά, σε κάθε πεισματικό της “φτάνει “.
Εκείνη, έπιανε πολύ συχνά τον εαυτό της ανεξήγητα στεναχωρημένο. Και τότε, κατάλαβε.
Δεν το άντεχε. Δεν το άντεχε να τον πληγώνει, ούτε να τον στεναχωρεί. Ο τρόπος που την κοίταζε, ο τρόπος που την κρατούσε να μην φύγει από δίπλα του ήταν ό,τι πιο όμορφο κι ό,τι πιο θλιβερό είχε νιώσει. Αλλά συνέχιζε να το αρνείται. Όσο, όμως, και να μην το παραδεχόταν σε κανέναν, όλα πια είχαν πάρει τον δρόμο τους.
Όλο το φως και το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της το έβλεπε πια να ξεχύνεται μπροστά της, και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να σώσει εκείνον, παρά τον εαυτό της. Όλα άλλαζαν γύρω της, κι όλα έδιναν τη θέση τους σε εκείνον. Ακόμη, όμως, η άρνηση μέσα της δεν υποχωρούσε, όπως επίσης και η λαχτάρα της για εκείνον. Ώσπου ήρθε η ώρα να αποφασίσει. Αυτή τη φορά οριστικά!
Η απόφαση πάρθηκε αβίαστα. Ο πόνος που του προκάλεσε εκείνη την μέρα ήταν αφόρητος. Η απογοήτευση στο πρόσωπό του , η απογοήτευση στα μάτια του, μάτωσαν την καρδιά της. Και τότε, συνειδητοποίησε πως δεν γίνεται να τον κάνει άλλο να πονά.
Ο πόνος του μετατράπηκε στην δική της απελευθέρωση και θυμήθηκε μονομιάς πως την είχαν μάθει, -κάποτε- , να αγαπά.
Πάσχιζε να του εξηγήσει, φώναζε, χτυπιόταν, μα όλα έδειχναν πως αυτή τη φορά εκείνος είχε πάρει την απόφαση να φύγει μακριά της. Μα εκείνη δεν την ένοιαζε, παρά μονάχα να ήταν εκείνος καλά. Και τον παρακαλούσε να φύγει. Της άξιζε να φύγει μακριά της, αλλά ούτε και η ίδια ήξερε ποιον πόνο δεν άντεχε περισσότερο και πόσο η απουσία του φάνταζε ήδη αβάσταχτη. Θα τον έχανε, κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε πια να αλλάξει. Ήλπιζε, όμως πως δε θα πονούσε με το να βρίσκεται κοντά της. Εκείνη από την άλλη, θα έμενε, όσο εκείνος την χρειαζόταν. Μέχρι να σιγουρευτεί πως θα είναι καλά κι ύστερα θα εξαφανιζόταν σαν να μην υπήρξε ποτέ, γνωρίζοντας πως και οι δυο τους θα αναπνέουν για το υπόλοιπο της ζωής τους τόσο κοντά, μα τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον.
Κι εκείνη τη στιγμή η τράπουλα ξανά μοιράστηκε και το παιχνίδι ξανά ξεκίνησε…
Η αγκαλιά του ήρθε αναπάντεχα να σώσει ο,τι διαλυμένο είχε απομείνει μέσα της. Την κράτησε τόσο σφιχτά, που η σκέψη της παραδόθηκε στην αγάπη της για εκείνον και τώρα τον κοιτούσε διαφορετικά. Εκείνον και κανέναν άλλον. Το ένιωσε από τότε, απκ εκείνη την πρώτη φορά που ανταμώθηκαν, η σκληρότητα και ο εγωισμός της όμως, δεν της άφηναν περιθώρια για τίποτε.
Αλλά η αμφισβήτηση στα μάτια του δεν είχε, ολότελα, χαθεί ακόμα, και κατά πάσα πιθανότητα να αργούσε και για πολύ ακόμη. Μα δεν την ένοιαζε. Ήταν εκεί, δίπλα της να την κρατά αγκαλιά όπως εκείνες τις πρώτες φορές, κι εκείνη διατεθειμένη πια να κάνει τα πάντα για να επανορθώσει. Ήταν για εκείνον, και το γνώριζε.
Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, από εκείνους που πολλοί ισχυρίζονται πως δεν υπάρχουν κι αποτελούν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας των μεγάλων λογοτεχνών. Για εκείνη, όμως, ήταν ο έρωτας της, ο πρώτος της κι ο παντοτινός, όποια τροπή και να είχαν πάρει τότε τα πράγματα.
Πολλοί από εμάς θα αναρωτιόμαστε τώρα, τι μπορεί να απέγινε εκείνο το βράδυ. Αυτό, βέβαια, καλύτερα να το αφήσουμε στη φαντασία του καθενός, κι αυτό γιατί το χαρούμενο “τέλος ” σε ένα love story δεν είναι ποτέ πιστευτό, κι από την άλλη ένα λυπηρό “τέλος ” δεν αφήνει ικανοποιημένο το κοινό του. Κι εμείς, δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε να ζήσουν εκείνοι καλά, κι εμείς… αληθινότερα!