DIMINUENDO (ΜΕΡΟΣ Β’)
Πολλές είναι εκείνες οι φορές που κάθομαι και συλλογιέμαι πως
θα είχε εξελιχθεί, τόσο η ύπαρξη όσο και η ζωή μου αν δεν είχα
περάσει ποτέ εκείνο το κατώφλι. Τι άνθρωπος θα’λεγα πως ήμουν,
αν δεν φώλιαζε μέσα μου η αρμονία ετούτη!
Ώρες ατέρμονες αφιέρωνα σε αυτό τον πρωταρχικό πάθος της
ζωής μου, ώρες που δεν λογάριαζα, δεν τις μετρούσα μπροστά
στο μεγαλείο που χάριζε στην ψυχή μου, (χαλάλι του)!
Δεν σκεφτόμουν, δεν βαστούσα να περάσει μέρα δίχως αυτό.
Φυσικά, το πρώτο διάστημα κατακλύστηκε κι από έναν
απροσπέλαστο ενθουσιασμό, καθώς κι από μια συγχρονικά,
ταυτόχρονη παραμέληση πολλών άλλων ‘’ καθηκόντων ‘’ που
τύχαινε τότε και πλαισίωναν την καθημερινότητά μου.
Κι ύστερα, ήρθε η ώρα της τελικής απόφασης, της δικής μου
επιλογής, του δικού μου ‘’ αγριμιού ‘’…
Άγγιζα, με τα χέρια μου να περιφέρονται αέναα χωρίς καν να
φανταστώ πως ετούτα τα πλήκτρα, τούτο το φως και το σκότος
μαζί θα σφράγιζαν αργότερα μέσα τους τις πιο γλυκές, αλλά και
τις πιο λυπητερές μελωδίες της ζωής μου. Άλλωστε, πότε φως και
σκοτάδι κατάφεραν να συνυπάρξουν πραγματικά;
…..
Η ώρα της μελέτης υπήρξε μια δύσκολη, για εμένα πάντα, ώρα.
Βλέπετε, το μέτρο, από όποια μεριά και να θελήσει κανείς να το
εξετάσει, δεν κατείχε ποτέ κανένα απαραίτητο ρόλο στη ζωή μου.
Άκουγα, μονάχα μπορούσα να ακούσω αυτό που ήθελα να
ακούγεται, παίζοντας…Τα δάχτυλά μου, τα λογάριαζα για κύματα
όπως τα έβλεπα να μεταπηδούν επάνω στις ασπρόμαυρες
τονικότητες, και η ευωδία της μελωδικότητας, καθησύχαζε τα
θεριά μέσα μου, που άλλοτε κατόρθωνα και τα πολεμούσα, κι
άλλοτε με κυρίευαν καθηλωτικά.
Πληθώρα οι εικόνες στο κεφάλι μου, με άλλες σύντομες,
βραχύχρονες να περνούν η μία μετά την άλλη, -έπρεπε να
δουλέψω περισσότερο τα staccato μου, κι άλλες να απλώνονται
σαν αυλαία μπροστά στα μάτια μου και να θολώνουν
ανυπέρβλητα το ‘’ εγώ ‘’ μου, -πιο μελωδικά, Μαρία, τα legato σου.
Εκείνες, όμως, που κόπιασα περισσότερο να κατευνάσω, να
αποσταθεροποιήσω, ήταν οι μνήμες οι ισχυρές που δεν
υποχωρούσαν, παρά ξεπρόβαλλαν ξανά και ξανά για να μου
υπενθυμίζουν το πόσο καλά γνώριζαν τι συνέβαινε μέσα μου, όταν
εγώ συνεπαρμένη από τονικότητες κι ανεβοκατεβάσματα οκτάβων,
αφηνόμουν να με παρασύρουν σε μονοπάτια άβατα, ατέλειωτα, –
πιο σταθερές οι trille σου.
Τέτοια, ήταν για πολλά χρόνια η σχέση μου με τη μουσική,
αμφίδρομη κι ανεπαίσθητα διαταραγμένη. Μα την αγαπούσα κι ας
μην ήταν ποτέ της τέλεια. Την αγαπούσα και ας μην γίνηκε ποτέ
της εξιδανικευμένη. Την αγαπούσα, γιατί ήταν μοναδικά δική μου
και κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να μου την πάρει, ή τουλάχιστον
έτσι πίστεψα εκείνη τη στιγμή!
( -Και μετά; Τι έγινε μετά;)
Μετά; Δε θυμάμαι μετά. Τα χέρια μου σαν να σταμάτησαν να
υπακούν σε χρόνους, παύσεις και μέτρα.
Το tempo μου γινόταν όλο και πιο diminuendo κι έπειτα ritardano,
ritenuto.
Έπαυσα για λίγο να ‘’ παίζω ‘’, μα οι πόθοι δεν συνηθίζουν να
εγκαταλείπουν την persona τους. Είναι παρόντες, καρτερώντας και
πάλι για το πρώτο τους accelerando.
Δεν κατόρθωσα ποτέ να σταματήσω να παίζω πιάνο. Αυτό θα
είναι για πάντα το πρώτο μου πάθος!