DIMINUENDO (ΜΕΡΟΣ Α’)
Κάτω από τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα του γραφείου έμοιαζαν όλα να κινούνται στους καθημερινούς, φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Σαν μια sonata γεμάτη από χρωματισμούς και άψογα εκτελεσμένα legato. Τίποτα δεν πρόδιδε αυτό που θα ακολουθούσε…
Εκείνο το διάστημα της ζωής μου θα μπορούσε με ευκολία να χαρακτηριστεί από μια νηνεμία· τίποτε το εξωφρενικά απίστευτο να συμβεί, μα κι όλα αρμονικά αναμενόμενα και δεδομένα. Μια εκκωφαντική ησυχία, που όμως μέσα μου φάνταζε απελπιστικά θορυβώδης.
Καθώς βημάτιζα προς τη θέση που είχα παρκάρει το αυτοκίνητο ερχόμενη το πρωί στη δουλειά, τα άκρα μου ξεκίνησαν να πραγματοποιούν μια υποτυπώδη αμφιταλάντευση. Το κορμί μου άρχισε να κινείται στους εισαγωγικούς ρυθμούς μιας overture, εισάγοντας με τον τρόπο αυτό μια τραγική μελαγχολία η οποία από εκείνο το βράδυ κι έπειτα έμελλε να γίνει η ασπίδα της ζωής μου, όπου κανείς δε θα την διαπερνούσε.
Σε συνάρτηση με εκείνη την αγωνιώδη σπιρτάδα που μαρτυρούσε το σώμα μου, η καρδιά μου, θεριό ανήμερο κι ανυπότακτο ακολουθούσε το τέμπο ενός prelude γεμάτο με εναλλαγές από accelerando και rallentando. Η αντάρα και η ανυπομονησία γύρω μου, αλλά κυρίως μέσα μου, μ’ ανάγκασε να κοντοσταθώ για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά από τα υπόλοιπα στη σειρά, παρκαρισμένα οχήματα. Έπρεπε να κατορθώσω να ησυχάσω το μέσα μου, να καταφέρω να το επαναφέρω a tempo.
Οι αισθήσεις μου εναρμονίστηκαν τελικά με τις αργές και βαθιές ανάσες που πήρα· το θεριό μέσα μου σταμάτησε να κλωτσάει. Δεν ήθελε πια να δραπετεύσει. Πλέον, όλα άρχισαν να ‘’ παίζουν ‘’ και πάλι σε andante.
Οι σχέσεις μου με τη μουσική ήταν πάντοτε αμφιταλαντευόμενες, μα και κατά κάποιον τρόπο μπερδεμένες στο κεφάλι μου. Θυμάμαι μικρό κοριτσάκι ήμουν ακόμη όταν ο μπαμπάς μου με πήγε σε έναν πολύ καλό του φίλο που διέθετε Ωδείο για αρκετά χρόνια στην πόλη και ο οποίος ήταν γραφτό να συμβάλλει ουσιαστικά στο πλάσιμο της ψυχής μου.
Όταν ο μπαμπάς μου έγειρε την πελώρια άσπρη πόρτα μπροστά μου, απλώθηκε ένα χαριτωμένο, αλλά κατά τα άλλα μονότονο σαλονάκι σε αποχρώσεις του άσπρου και του βαθύ μπλε. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ή ίσως η εικόνα που είχα ζωγραφίσει κατά την διάρκεια της διαδρομής μας εκεί, να απογοήτευσε μέσα σε λίγα λεπτά την όρασή μου. Ήμουν, δεν ήμουν ούτε έξι χρονών, τότε.
Εκείνο όμως, που μου προξένησε τη μεγαλύτερη ανησυχία παρά εντύπωση ήταν οι πολλές πόρτες. Κλειστές, μουντές και άηχες. Και τότε, άκουσα.. Στα αριστερά μου, πίσω από την σφραγισμένη πόρτα ένα αγρίμι τραγούδαγε.
Δεν έβλεπα. Δε μύριζα. Δεν άγγιζα. Μονάχα άκουγα, κι αυτό που άκουγα πότε δυνάμωνε σε ένταση και πότε πάλι ησύχαζε. Πότε επιβράδυνε σε ταχύτητα, και πότε πάλι ‘’ έτρεχε ‘’ να ξεφύγει. Κι εγώ τίποτ’ άλλο δεν έκανα από το να παρακαλώ να μην σταματήσει. Άραγε, κάθε τι πίσω απ’ αυτές τις πόρτες, να έμοιαζε με τούτο εδώ;
Η πόρτα άνοιξε, μα ο ήχος συνέχισε να ακούγεται. Τώρα είχε γίνει πιο μελαγχολικός, πιο μακρόσυρτος. Τ’ αγρίμι πονούσε, πονούσε κι αυτό ακουγόταν. Από μέσα ξεπρόβαλε μια αντρική φιγούρα. Σταμάτησα για λίγο να ‘’ νιώθω ‘’ κι αρκέστηκα στο να συστηθώ. Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα να περνώ το κατώφλι της πόρτας. Το σίγουρο, όμως είναι πως η επιθυμία μου μόλις είχε πραγματοποιηθεί.
Αυτό που αντίκρισα μήτε μ’ αγρίμι έμοιαζε, μήτε μ’ άνθρωπο. Ήταν… κάτι, κάτι άλλο. Κάτι που αδιαμφισβήτητα τα δικά μου μάτια δεν είχαν ξαναδεί! Ήταν όμορφο, κάτι όμορφο ανύπαρκτα υπαρκτό. Είχε όψη λυγερή και στιβαρή και το χρώμα αυτού κατάμαυρο, με γυαλιστερή και λεία υφή. Δεν κρατήθηκα να μην το αγγίξω… Καθώς πλησίασα πιο κοντά του, στο μπροστινό του μέρος έστεκε ένα εξίσου μαύρο δερμάτινο σκαμπό που στην ευθεία του ήταν άρτια τοποθετημένα πολλά, στη σειρά, ολόλευκα ‘’ κομμάτια ‘’, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονταν σε ανοδική διάταξη περίπου μισά σε σχέση με τα λευκά, ολόμαυρα. Άπλωσα το χέρι μου, όταν ξάφνου η φωνή του άνδρα με διέκοψε: ‘’ Και τώρα, δεσποινίς ας δούμε τι θα κάνουμε για’ σένα. Παρακαλώ, ας περάσουμε και στις υπόλοιπες αίθουσες… ‘’.
Γνώριζα ‘’ τι ‘’ θα μου ταίριαζε. Το’ χα νιώσει βαθιά στην ψυχή μου κι είχα φροντίσει να το στεριώσω καλά με το να ‘’ καρφώσω ‘’ γερά τα πόδια μου στο πάτωμα, ώστε κανένας και τίποτα να μην μπορέσει να με απομακρύνει από το μαύρο αγρίμι. Και τότε είχε έρθει η ώρα να δράσω: ‘’ Κύριε, πώς το λένε ‘’;
Δε μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν, αναμφίβολα δε ήθελα μετά μανίας να μάθω πως λεγόταν. ‘’Πιάνο, γλυκιά μου! Είναι από τα ωραιότερα μουσικά όργανα, αλλά και πολύ δύσκολο εξίσου.” ‘’Εκείνος κατάλαβε και μου ξανά αποκρίθηκε: ‘’ Είσαι σίγουρη πως θα σου άρεζε κάτι τέτοιο; Είσαι και μικρούλα… Πώς θα το μάθεις; ‘‘.
Δεν του απάντησα ποτέ. Άλλωστε, δε θα καταλάβαινε. Στο σταυροδρόμι της ζωής μου ποτέ άλλοτε δεν έλαβα μια απόφαση τόσο γρήγορα, όπως τότε.
Άρχισα να παίζω πιάνο όταν ήμουν γύρω στα έξι. Αυτό ήταν το πρώτο μου πάθος.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ