Αυτοί που σ’αγαπούν..
Κι εγώ σε κρυφοκοίταζα για μια τελευταία φορά από την άκρη της κλειδαρότρυπας.
Μήπως και φανείς…
Σιγά-σιγά, οι εικόνες άρχισαν να ξεθωριάζουν απ’τη μνήμη μου: ποια ήσουν και τι γύρευες εκεί;
Έπιανα τον εαυτό μου άλλοτε άτρωτο, ακατανίκητο, κι άλλοτε πάλι κουλουριαζόμουν κρατώντας με σφιχτά,μήπως έτσι και καταφέρω να με παρηγορήσω.
Μήπως και καταφέρω να κάνω εκείνο που κάποτε έκανες εσύ…
Κανένας δεν είχε απομείνει πια για μένα.
Κι όπου και να σε γύρεψα, εσύ όλο και ξεφεύγεις μακριά μου.
Είχα μείνει πια μόνη, κι αν με ρωτάς, βαθιά μέσα μου το ήξερα και το’αποδεχθεί!
Θυμάμαι μια από’κεινες τις φορές που με έπιασα να κοιτιέμαι στον καθρέφτη.
Κι όσο κοιτούσα πιο μέσα, πιο πολύ, τόσο σταμάτησα να θυμίζω εγώ· και είδα!
Για πρώτη μου φορά είδα πως οι καθρέφτες δεν είναι δα πια και τόσο τρομακτικοί.
Ίσως,όμως, και να μοιάζουν γιατί όλοι μας σε εκείνους αντανακλούμε την πιο δυσπρόσιτη, την πιο δύσβατα απομονωμένη πλευρά του εαυτού μας.
Η δίκη μου;
Η δίκη μου έμοιαζε θλιμμένη ( μάλλον).
Το περιτύλιγμα μου άριστα καμουφλαρισμένο σε μια ανείπωτη πηγαία ευθυμία,ικανή να σε ξεγελάσει δίχως αμφιβολία.
Μα σαν αυτές οι δυο μου άκρες συναντήθηκαν εκείνη την φορά, δεν ξανάσμιξαν ποτέ τους.
Οι χαρούμενες στιγμές μου, αιθέριες, αέναες, διαπλέκονταν η μια στην άλλη με τόσο αρμονική φορά, που φάνταζε εμπρός σου γοητευτικά λυπηρό να πνίγονται στα αδιάκοπα ποτάμια δακρύων που ανάβλυζαν απο τα μάτια μου.
Κι έτσι σταμάτησα να απολογούμαι στον καθένα για το τι έγινα…τώρα πια είναι αργά για νταντέματα και νουθεσίες…
Το τέρας που είχε δημιουργηθεί μέσα μου, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, κατασπάραζε και το λίγο « εγώ « που είχε απομείνει μέσα μου.
Κι εγώ εκεί…δίπλα του, να στέκομαι και να κοιτώ αυτό το λίγο που μέσα μου είχε απομείνει…αυτό το λίγο μου που πια δεν έφτανε σε κανέναν.
Αυτό το λίγο που πια δεν ήταν αρκετό!