ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΙΣΜΟ
Μόλις το 1930, μετά την εμφάνιση του Νίκου Καζαντζάκη στη μεταψυχαρική πεζογραφία, ξεπροβάλλει η προσωπικότητα του Γιώργου Σεφεριάδη, κατά κόσμον γνωστός με το φιλολογικό του προσωνύμιο ως Γιώργος Σεφέρης.
Πρόκειται όχι μονάχα για ένα χαρισματικά πηγαίο ταλέντο, μα και για μια ανανεωτικά ολόφρεσκη μορφή στα λογοτεχνικά δρώμενα. Κάτι έχει αλλάξει στην δεκαετία του 1930, κι ετοιμάζεται τώρα να κορυφωθεί, εκπροσωπούμενο από μια φυσιογνωμία πέρα ως πέρα ελληνική, φωλιασμένη θαρρείς μέσα της ολόκληρη η ως τότε, ελληνική κληρονομιά.
Η αλήθεια είναι πως πληθώρα μελετών ενυπάρχουν ήδη για να εξερευνήσει κάποιος το μεγαλείο της ποιητικής περσόνας του Γ.Σεφέρη, μα το παρόν αφιέρωμα καθίσταται κάπως πιο ‘’ανάλαφρο’’ κι όχι δα τόσο πληροφοριακά φορτωμένο γύρω από το έργο με επακριβή καταγραφή τίτλων και ημερομηνιών.
Αρχικά, είναι άκρως απαραίτητο να διασαφηνίσουμε μια υπάρχουσα αλήθεια και γι’αυτό άλλωστε υπάρχουν οι αλήθειες, για να ακούγονται συχνά και σε μικρές δοσολογίες!
Δίχως αμφιβολία λοιπόν, ο Γ.Σεφέρης πέραν του πληθωρικού του ταλέντου, εκπροσωπεί και κάτι το ολότελα διαφορετικό, κάτι το συγκλονιστικό για τα ελληνικά δεδομένα μέχρι και το τέλος του 1920 κι αυτό δεν είναι άλλο παρά μια μοντέρνα, νεωτερική για άλλους αντίληψη γύρω και μέσα ασφαλώς στους κόλπους της ελληνικής ποιητικής παραγωγικότητας. Δεν είναι φυσικά τίποτε άλλο από την εισχώρηση του μοντερνισμού, -όπως ονομάστηκε μετέπειτα-, ο οποίος οικειοποιήθηκε με την συμβολή του Γιώργου Σεφέρη. Ήταν εκείνος από τους πρώτους και πιο σημαντικούς εκπροσώπους του. Ήταν εκείνος που συμπορεύτηκε μαζί του, αψηφώντας προγενέστερες προκαταλήψεις και παραδοσιακές συμβάσεις. Επομένως, θα μπορούσε πολύ εύκολα να λεχθεί πως Σεφέρης και Μοντερνισμός αποτελούν δύο εντελώς ταυτόσημα συστατικά για την ελληνική ποίηση της γενιάς του 1930.
Ο Σεφέρης έδωσε ένα συνονθύλευμα ποιημάτων κι έργων, άρτια εναρμονισμένο στην εκάστοτε ποιητική του συλλογή.
Έντονα επηρεασμένος από αυτή τη νέα μοντερνιστική χροιά που κυριαρχούσε, η ποίηση του χαρακτηρίζεται από ελεύθερη στιχουργία, ολοκληρωτικά απελευθερωμένη από την συμβατική παραδοσιακή της μορφή, καταργώντας μέτρο κι ομοιοκαταληξία κι αντικαθιστώντας τα από τολμηρές για τότε ίσως δεδομένα, εικόνες και μεταφορές.
Σε όλη αυτή την πολυπλοκότητα και την διάχυτη πρισματικότητα να αντιλαμβάνεται και να υφαίνει τα ποιητικά του στιχουργήματα, δε θα μπορούσε να μη συμπεριλάβει λεκτικούς κι εκφραστικούς συνδυασμούς ξαφνιάζοντας το αναγνωστικό του κοινό κι αφήνοντας ίσως έτσι και την υπόνοια πως η γλώσσα υπήρχε και θα υπάρχει, χαρίζοντας στους λειτουργούς αυτής απειράριθμους κι ατελείωτα ευφάνταστους συνδυασμούς, άριστα διαπλεκόμενους μεταξύ τους, υποβοηθώντας μάλιστα έτσι την ποιητική γλώσσα να σημάνει π upιο συμβολική και ταυτόχρονα πολύσημη όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, που μάλλον από τότε και στο εξής το σίγουρο είναι πως θα υπήρξαν πολλές.
Προχωρώντας, δε θα μπορούσε να λείπει από τούτο εδώ το αφιέρωμα μια αναφορά στον τρόπο συγγραφής και γενικότερα στην υφολογία του Σεφέρη : σκοτεινότητα!
Ο Σεφέρης είναι απαισιόδοξος, αλλά πάντοτε υπάρχει σε εκείνον το αντισταθμιστικό φως που θα ανατρέψει το σκοτάδι. Είναι αναντίρρητα πρωτοφανές στοιχείο, στοιχείο μοντέρνο η όλη του αυτή κίνηση να μην σε αφήσει ποτέ να διαλυθείς, ποτέ να σπαράξεις όπως αυτό συνέβαινε πρωτύτερα με την ποίηση για παράδειγμα του Καρυωτάκη.
Η πίκρα, η απώλεια, η θλίψη του πολέμου και του θανάτου που θρήνησε με το πέρασμα του ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φώλιασαν σαν βαθύ σκοτεινό πέπλο στην καρδιά και τη μνήμη κι έγιναν ολοένα και περισσότερο αντιληπτές στην υφολογία και στα πρόσωπα των ποιημάτων του, κρυμμένος πάντοτε ο ίδιος ο ποιητής πίσω από αυτά θέτοντας με διαφορετικό κάθε φορά σκοταδιστικό τρόπο το υπαρξιακό ερώτημα της επιβίωσης, μοχθώντας μέσω της φθοράς και του κενού που ορθώνεται μέσα στα ποιήματά του να επικοινωνήσει με τις ζωντανές υπάρξεις.
Από την άλλη πλευρά πάλι, εκείνο το συστατικό που σε συνεπαίρνει στην ποιητική αδιαλλαξία του Σεφέρη δεν είναι άλλο παρά η ικανότητα του να διαπλέκει τον μύθο στην Ιστορία.
Η μεγάλη ανάπτυξη της δραματικότητας σε απόλυτη συνάρτηση με την λυρικότητα που χαρακτήριζε την παλαιά ποίηση, φανέρωσε αισθητά την διάθεση της “ καινούριας “, -αν θα μπορούσε να αποκαλεστεί κατά αυτόν τον τρόπο-, ποίησης να αποστασιοποιηθεί από το φαινόμενο εκείνο της παλαιότερης. Κατά αυτόν τον τρόπο φανερώνεται ανεπαίσθητα το πέρασμα από την δραματικότητα προς την απόδοση, διανθισμένη με έναν πιο δωρικό, και ίσως κα λιτότερο τρόπο γραφής, δίχως φυσικά η όλη αυτή προσπάθεια να κατέχει την δυνατότητα να εφάπτεται ολοκληρωτικά με την λογοτεχνική έκφανση.
Και στο σημείο αυτό, ο αδιάκοπος παραλληλισμός ανάμεσα στην σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα συνιστά με τη σειρά του τη συνανάγνωση ενός μύθου με την ίδια την Ιστορία, την τροπικότητα που μέσω ενός μύθου κατορθώνει να μιλά με την ίδια την πραγματικότητα.
Χρήσιμο δε, θα ήταν να αναφερθεί πως κατά κάποιον παράδοξο τρόπο, οι μοντερνιστές επειδή έρχονταν σε ρήξη με τον ρεαλισμό και τον δικό του τρόπο αποτύπωσης της σύγχρονης πραγματικότητας, ένιωθαν για κάποιον λόγο ίσως πιο άνετα με το να μιλούν μέσα από αναπαραστάσεις.
Έτσι, δίχως καμιά περαιτέρω αμφιβολία, θα πρέπει να εντάξουμε και τον Σεφέρη σε αυτή την “ κατηγορία “.
Ο Σεφέρης επιδόθηκε στην προσπάθεια του να εξωτερικεύσει με κάποιον λογικό ειρμό μια κατάσταση εντελώς ανεξάρτητη, τόσο από εκείνον, όσο κι από πρόσωπα των μυθιστορημάτων του.
Τοποθετημένος σε ένα μεγάλο ποσοστό από την εκάστοτε κάθε φορά περσόνα του ποιήματός του, καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία να αρθρώσει την συνύπαρξη πολλών και συνάμα διαφορετικών οπτικών εικόνων. Στον Σεφέρη άλλωστε, είναι διασφαλισμένη η μυθολογία που φανερά εξοικειώνει την σύγχρονη πραγματικότητα.
Καταλήγοντας, εκείνο για το οποίο μπορεί κάποιος να πει με σιγουριά είναι πως, ενώ ο ίδιος ο Σεφέρης επέρχεται με την τεχνική του σε μια ενικότητα, σε μια αστείρευτη ατομικότητα, στο τέλος εκπλήσσει το γεγονός πως μπορεί να συνομιλήσει με τη συλλογικότητα των προσώπων που χρησιμοποιεί και να καταστήσει εφικτή και τη συμμετοχή του αναγνώστη στα γραφόμενά του!
Άραγε, αν ο Σεφέρης ζούσε το δικό μας, σύγχρονο παρόν, θα επέλεγε να « σεφεριστεί » για μια ακόμη φορά;