ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ «ΤΟΥ» (ΜΕΡΟΣ Β’)
«Μη γελάς, αφεντικό! Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ‘χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο. Ο Θεός όλες τις αμαρτίες τις συχωρνάει, είπαμε, κρατάει σφουγγάρι ετούτη όμως δεν τη συχωρνάει. Αλίμονο στον άντρα, αφεντικό, που μπορούσε να κοιμηθεί με γυναίκα και δεν το ‘καμε αλίμονο στη γυναίκα που μπορούσε να κοιμηθεί με άντρα και δεν το ‘καμε.»
Ασυμβίβαστος, κατά κανόνα αντισυμβατικός, ελεύθερος από κάθε είδους αντίληψη, ο Νίκος Καζαντζάκης πλανιόταν τόσο στην προσωπική, όσο και στη συγγραφική του πορεία σε μονοπάτια αγνώστων προορισμών το νήμα της ζωής του το ξετύλιγε μοναχός του. Μα κάποιες φορές, εκείνες τις αδύναμες ευκαιριακές στιγμές που κάθε ανθρώπινο ον βυθίζεται στα σκοτάδια του, η γυναικεία υπόσταση βρισκόταν πάντοτε εκεί να του υπενθυμίζει την απούσα παρουσία της.
Πολλά αναπάντητα στο χρόνο ερωτήματα εκμαιεύονται για τη σχέση που είχε ή και που, -γιατί όχι-, να μην ήθελε να έχει ο Καζαντζάκης με το γυναικείο φύλο.
Φανερά, άλλωστε, ο ίδιος πλάθει στα αριστουργήματά του ήρωες κι όχι ηρωίδες ήρωες που μάχονται με έναν βαθύτερο, εσώτερο εαυτό, πάνω σε δρόμους του ανήφορου, κατευθύνοντάς τους σε μια υπέρβαση ορίων και δυσκολιών.
Κάπου-κάπου, δειλά, αφανέρωτα ξεπροβάλλει και μια κάποια γυναικεία φιγούρα, πιθανότατα για να δηλώσει την ύπαρξη της, αλλά κυριότερα για να αποτελέσει μάλλον εκείνο το χαμηλότερο ‘’σκαλί’’ ανάβασης στην πορεία του κάθε άντρα μα θαρρείς πως ξάφνου στη συνέχεια, αυτό το ποτισμένο από γυναικεία χάρη ‘’σκαλοπάτι’’ θα πρέπει να παραληφθεί, να καταστραφεί για να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της ανάβασης.
Η γνώμη του Καζαντζάκη, βεβαίως, κι όπως θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει ότι προκύπτει από τα έργα του, διαμηνύει πως κατ’ουσίαν η εναρκτήρια δύναμη στην δημιουργία του κόσμου και του πολιτισμού γενικότερα είναι πάντοτε ένας άντρας. Αντιθέτως, η γυναίκα φαντάζει να φαίνεται έτοιμη να αγαπά, να ξέρει να αγαπά, να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο σκοπό της αυτό και μέσω αυτής της διαδικασίας να κατορθώσει να πετύχει το σημαντικότερο όλων: να δημιουργεί τον άντρα.
Ίσως, όμως, ο Καζαντζάκης με τη μεθοδευμένη αυτή του άποψη να επιδιώκει τίποτε παραπάνω παρά μια εμφύτευση έντονης αμφιβολίας κι εξέχοντος προβληματισμού, ικανού να κλονίσει ακόμη και τις σημερινές ισορροπίες ανάμεσα στα δύο φύλα. Μήπως, τελικά, εκείνο που αναγκάζει μια γυναίκα να αγαπά τόσο βαθιά, τόσο πολύ, τόσο ακλόνητα δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η επιθυμία της να φέρει στον κόσμο τον άντρα; Ή μήπως, από την άλλη, εκείνο που την κάνει να ‘’αγαπά’’ δεν είναι η ίδια, μα η αρσενική υπόσταση που κουβαλά μέσα της;
Εισχωρώντας βαθύτερα, κοιτάζοντας κρυφά, παρατηρώντας ανεμπόδιστα τον Καζαντζάκη και τη σχέση με το ωραιότερο και συνάμα και το πιο αδύναμο, για εκείνον, φύλο εύκολα μπορεί κανείς να δει να ξεπροβάλλουν σπίθες ανεκπλήρωτων επιθυμιών, πόθων κι ερώτων ήδη από τα εφηβικά, ανέμελα ακόμη χρόνια του. Σε αυτά, λοιπόν, τα χρόνια και στον πρώτο του σαρκικό έρωτα, στο πρωταρχικό κι ανεξίτηλο στη μνήμη του, αντικείμενο του πόθου και του πάθους του θα αφιερώσει και το πρώτο του μυθιστόρημα, ‘’ Όφις και Κρίνο’’ –μια ωδή που αφηγητής και πρωταγωνιστής γίνονται ένα, ζώντας έναν τρελά ερωτικό και σαρκικό πάθος καταλήγοντας να σκοτώνει την γυναίκα-καταστροφή του, κι έπειτα ο ίδιος να οδηγείται στην παραφροσύνη της αυτοκτονίας μέσα σε ένα κατάμεστο από λουλούδια δωμάτιο.
Θα ήταν κι αυτός μάλλον, ένας τρόπος του Καζαντζάκη να μας απλουστεύσει τον τρόπο με τον οποίο έχει τοποθετήσει τα δύο αντίθετα αυτά είδη, μέσα του. Από τη μια πλευρά παρουσιάζει απροκάλυπτα πως ποθεί σε έναν εξαιρετικά μεγάλο βαθμό τις γυναίκες, λατρεύοντας κι εξειδανικεύοντάς τες, ενώ από την άλλη ο ίδιος άνθρωπος γίνεται άθελα ή ηθελημένα, -κανείς δεν ξέρει-, υποστηρικτής μιας αντικρουόμενης, με την παραπάνω, άποψης ενός τυπικά διαμορφωμένου μοντέλου, το οποίο αποτυπώνει πως η καταλληλότερη θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, προικισμένη με αρετές της τη σεμνότητα και την υποταγή της προς το πολυμήχανο, έξυπνο και δυναμικό αρσενικό ον. Άλλωστε, εύλογα έτσι κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης καταλήγει να υποδεικνύει πως τις θεωρεί ανυπέρβλητα σαγηνευτικά εμπόδια, εξουδετερώνοντας τα όμως, μεταφορικά και συμβολικά τουλάχιστον, στοχεύοντας παράλληλα στην υψηλή πλήρωση του σκοπού του, την δημιουργία.
Θα μπορούσε έτσι, σχεδόν ανεπαίσθητα να υποστηριχθεί πως πιο ταιριαστή για εκείνον υπήρξε η δεύτερη στη σειρά σύντροφος στην ζωή του, χωρίς αυτό βέβαια να υποδηλώνει ή να αφήνει να εννοηθεί κάπου πως η πρώτη του σύζυγος, Γαλάτεια Αλεξίου-Καζαντζάκη δεν κατείχε εξέχουσα θέση στην καρδιά του.
Το τελευταίο, συνεχίζοντας, αγκυροβολημένο λιμάνι του, η Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη είχε όλες εκείνες τις χάρες και τις αρετές που ουσιαστικά επιζητούσε ο ασύμβατος χαρακτήρας και η αχόρταγη προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη, της γυναίκας που ζούσε στη σκιά του συντρόφου της, που σεβόταν τη μοναχικότητα και τη μοναξιά που απεγνωσμένα κι αδιανόητα επιθυμούσε εκείνος.
Εκείνη, εκείνη ήταν για τον συγγραφέα που μπορούσε θελημένα να ΄΄ράψει΄΄ με παντοτινά δεσμά την ζωή της παράλληλα και επάνω στην δική του, ώπου η παρουσία της θα πλανιόταν στον χώρο χωρίς να παρακωλύει την δική του, χωρίς να τον κάνει να ασφυκτυά περισσότερο από εκείνον τον βαθμό που μπορεί να αντέξει ο ψυχισμός του γιατί ο Καζαντζάκης δε φάνηκε και το πιθανότερο είναι να μην υπήρξε και ποτέ διατεθειμένος να ΄΄βγει΄΄ έξω από τις επιταγές της ατομικότητας του ‘’εγώ’’ του.
Την αγαπούσε… Ναι την αγαπούσε. Αλλά με έναν τρόπο που φλέρταρε με τα πρόθυρα της αυτοθυσίας εκείνης, κι αναντίρρητα κάθε ανθρώπου που επιδίωκε μια οποιαδήποτε συναναστροφή μαζί του.
Συνταξιδιώτισσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής του, πιστή ακόλουθος της σκέψης και της γραφής του, η Λένουτσκα του δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα του Καζαντζάκη, βιώνοντας συναισθήματα πρωτόγνωρα να την κατακλύζουν για το μυαλό και την γοητεία που ασκούσε αυτός ο άνθρωπος πάνω της, αφήνοντας την παραδομένη στο διάβα του. Στου Νίκου της, στην αγάπη της.
Οι δυο τους έζησαν μαζί κοντά στα τριάντα τρία χρόνια, από τα οποία τα είκοσι ένα εξ’ αυτών χωρίς γάμο, καθώς αυτό που τους ένωνε, αυτή η ετερώνυμη έλξη μεταξύ τους φάνταζε πανίσχυρο μπροστά σε εκείνο που πιθανολογουμένως να τους χώριζε… σε λίγο.
Τελικά, εν έτη 1957, το νήμα της ζωής του Καζαντζάκη έλαχε να κοπεί, αφήνοντάς την Λένουτσκά του χωρίς «φως».
Αυτό που κανείς μπορεί να συνειρμικά να συμπεράνει για τη σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τις γυναίκες, δεν είναι μάλλον και κάτι τόσο απλό στο να αποδοθεί.
Το σίγουρο, όμως, είναι πως στο τέλος η αγάπη του ανθρώπου για κάτι που δεν δύναται να αποσαφηνίσει, είναι ικανό να σημάνει και την ατέρμονη καταστροφή του.