ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α’)
«Τρεις ψυχές, τρεις προσευκές:
Α’ «Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσέ με αλλιώς θα σαπίσω
Β’ Μη με παρατεντώσεις Κύριε, θα σπάσω
Γ’ Παρατέντωσέ με Κύριε, κι ας σπάσω!»
Για πολλούς αναγνώστες η αναφορά στο όνομα «Νίκος Καζαντζάκης», είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια ζωή, -τη ζωή του- , να πάλλεται, να εναλλάσσεται μεταξύ πίστης κι απιστίας. Χωρίς αμφιβολία όμως, η ενασχόλησή του με τον Χριστό, υπήρξε ισόβια.
Γεννημένος στην Κρήτη, τη λεβεντογέννα, και προερχόμενος από μια αυστηρά πατριαρχική και μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, ο Καζαντζάκης υπήρξε πιστός χριστιανός μέχρι και την ήβη του, μέχρι εκείνη τη στιγμή που η θεωρία της επιστήμης εισχώρησε ραγδαία κι ανεμπόδιστα μέσα του, αλλάζοντας για πάντα την αντίληψή του για το χριστιανικό ιδεώδες. Βέβαια, στην αρχή μπορεί και ο ίδιος να καταχώνιασε κάπου την πίστη μέσα του, λόγω του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου, δύο καινούριων φίλων του στα γυμνασιακά του χρόνια, ωστόσο ποτέ δεν κατέστη αποδέκτης θεωριών όπως του εμπειρισμού, του υλισμού και της μηχανιστικής αντίληψης.
Ορόσημο σε όλη του αυτή τη στάση, θα τεθεί το ταξίδι του στο Άγιο Όρος, παρέα με τον εγκάρδια επιστήθιο φίλο του, Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο η λεπτή διαχωριστική γραμμή στα «πιστεύω» τους, τον έκανε να ταχθεί, για λίγο ακόμα, με τον Χριστό.
Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποστηρίξει πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου εκεί στις αρχές του 1920, ο Καζαντζάκης δεν δήλωνε ούτε χριστιανός, μα ούτε κι άθεος. Τίποτε λιγότερο από μια φαινομενική πλάνη, μια φαινομενική αντιχριστιανικότητα, σε μια προσπάθεια εξίσωσής της με μια πίστη που δε θα ήταν ποτέ ολοκληρωτικά χριστιανική, ούτε φυσικά κι αντιχριστιανική, γιατί να μη μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόλυτα μετα-χριστιανική;
Ολοφάνερα κι ανεπαίσθητα μπορεί και να ειπωθεί πως τη ζωή του τη διέπνεε μια πορεία θρησκευτικής εναλλαγής, όπου κάποιες ήταν οι φορές που ο Χριστός αφαιρούνταν κατά το πέρασμά του από τα μονοπάτια της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού, προς την αλήθεια της επικράτησης της επιστήμης.
Ωστόσο, ακόμη και στους χαρακτήρες των έργων του εύλογα κανείς παρατηρεί πως η ύπαρξη αυτής της ατέρμονης πάλης πίστεως και αμφισβήτησης ενυπάρχει, αφού από τη μια, τους πλάθει ώστε να γνωρίζουν ότι δεν είναι αθάνατοι σε συνυφασμό με μια μοίρα που τους κάνει κάθε φορά να υποφέρουν, να υπομένουν με όπλο την επιμονή και την καρτερικότητα δυσκολίες κι αντιξοότητες και πολύ συχνά να θυσιάζονται για χάρη της πίστης τους. Ενώ από την άλλη πάλι, οι ίδιοι χαρακτήρες του συμπεριφέρονται σαν να είναι αθάνατοι, εξαιτίας του ότι η υλικότητα τους λειτουργεί σαν υπηρέτης του αθάνατου στοιχείου που τους διακατέχει.
Στην προσπάθειά του επομένως, να μάθει, να συνηθίσει και να αγαπήσει τον Χριστό και την πίστη που του προσφέρει, ο Καζαντζάκης βυθίστηκε σε ένα αβυσσαλέο κενό απόρριψης κι άρνησης.
Ο Χριστός που απέρριψε ο Καζαντζάκης, είναι ο δικός «μας», «παραδοσιακός Χριστός», που μας υποσχέθηκε τη μεταθανάτια, αιώνια ζωή στη Βασιλεία των Ουρανών. Εν αντιθέσει ο Καζαντζάκης μας προσφέρει έναν ολοκαίνουριο Χριστό, ένα μοντέλο της μετα-χριστιανικότητας, το οποίο ανταγωνίζεται κι αγωνίζεται να υπερνικήσει και να υπερβεί την ύλη.
Αυτό είναι κάτι, άλλωστε, που παρατηρείται και στα έργα του Καζαντζάκη να προβαίνει σε μια εξωτερίκευση του πόθου του να ξεφύγει από την κατώτερη ανθρώπινη φύση του και να φτάσει στην εξίσωση και πραγματοποίησή της ανώτερης, σπάζοντας και υπερνικώντας το αίσθημα της παγίδευσης, φτάνοντας στην κατάκτηση της ελευθερίας.
Σειρά έχει η είδηση του αφορισμού του.
Τη δεκαετία του 1950, ο Καζαντζάκης θεωρούνταν πλέον ένας καταξιωμένος, παγκόσμιας εμβέλειας, συγγραφέας. Κατηγορούμενος ως ιερόσυλος και άθεος, με αφορμή κάποια από τα πολλά αριστουργήματά του, τα οποία και θεωρήθηκαν προσβλητικά ως προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, τον Χριστιανισμό και τα χρηστά ήθη, ευρύτερα.
Με τυχαία αναφορά και χρονολογική σειρά, στο έργο του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ο Καζαντζάκης υποδεικνύει τις αδυναμίες, τα αμαρτωλά τρωτά σημεία και πάθη των ιερέων. Στο «Καπετάν Μιχάλης», θεωρήθηκε πως ¨κατακρεούργησε¨ σε σημείο εξευτελισμού τον αγώνα του κρητικού λαού, καθώς και κάθε ίχνος ιερού και όσιου, έργο που τελικά χαρακτηρίστηκε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν». Τέλος, στον «Τελευταίο Πειρασμό», ο Καζαντζάκης εκθέτει τον Χριστό με ανθρώπινη υπόσταση κι αδυναμίες, δημιουργώντας σκληρή κριτική και καυστικά σχόλια γύρω από το πρόσωπο και την προσωπικότητά του.
Όπως ήταν αναμενόμενο η Ορθόδοξη Εκκλησία αντέδρασε, κάτι που επέφερε σαν αποτέλεσμα τον διχασμό της κοινής γνώμης. Κάποιοι τάχθηκαν με την άποψη πως ο συγγραφέας δεν επιδείκνυε τον απαραίτητο σεβασμό προς τα «θεία», ενώ δεν έλειπαν κι εκείνοι που αναμφίβολα δήλωσαν πως τα έργα του, τίποτε άλλο παρά εξαίσια αριστουργηματικά αφηγήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και πως κανένα στόχο ή πρόθεση δε θα μπορούσαν να έχουν στο να προσβάλλουν την Εκκλησία κι αυτά που πρεσβεύει.
Επακόλουθο των διφορούμενων αυτών αντιδράσεων ήταν να ζητηθεί, και μάλιστα να απαιτηθεί ο αφορισμός του Καζαντζάκη από την Εκκλησία, εξαιτίας των πλείστων αντιδράσεων που είχαν δημιουργηθεί τόσο στον θρησκευτικό, όσο και στον συγγραφικό τομέα.
Το φλέγον ζήτημα της εποχής, περνώντας υπό την επίβλεψη σημαντικών προσωπικοτήτων, πραγματοποίησε μια ‘’στάση’’ και στον Τύπο, όπου μέσω των φυλλάδων και των εφημερίδων, κατέληξε πια σε μια ανεπανόρθωτη κόντρα που όλο και μεγεθυνόταν.
Τόσο η διακριτικότητα που τήρησε ο Καζαντζάκης με τη στάση του, όσο και η αποφυγή του να στηρίξει ή να διαψεύσει τις, κάθε είδους, υπόνοιες που αφήνονταν για εκείνον και τα έργα του, μπορεί ενδόμυχα να υποδηλώνει και μια αίσθηση απογοήτευσης ίσως και πικρίας για τα δρώμενα, καθώς και για τον ακραίο συμπεριφορισμό πολλών, απέναντί του.
Τελικός προορισμός αυτής της διαμάχης, υπήρξε η Ιερά Σύνοδος, όπου η τελική απόφαση που επισήμως πάρθηκε, διαμήνυε πως η Εκκλησία δε θα έπρεπε να παρέμβει άλλο, καθώς η εξέταση του ζητήματος θα περνούσε σε ¨ανώτερα χέρια¨. Φοβούμενοι τις αντιδράσεις του αναγνωστικού κοινού, καθώς και τις συνέπειες του διχασμού που είχε επέλθει, η Εκκλησία περιορίστηκε στην αποτροπή των πιστών-αναγνωστών ως προς την ανάγνωση των βιβλίων του Καζαντζάκη, αφήνοντας στο Πατριαρχείο την ‘’εκδίκαση’’ της υπόθεσης.
Ο αφορισμός δεν εγκρίθηκε και το ζήτημα έκλεισε εκεί, αφήνοντας όμως τον Καζαντζάκη μη αποδεκτό κι ανεπιθύμητο ακόμη και μετά θάνατον.
Συνοψίζοντας, η φιγούρα με το όνομα «Νίκος Καζαντζάκης», ναι μεν δε στάθηκε απαραίτητη στο πέρασμα των χρόνων, από την άλλη δε κατακρίθηκε κι επικρίθηκε απόλυτα σε πολλούς κλάδους.
Μήπως όμως τελικά, κατηγορήθηκε άδικα;
Μήπως, τελικά βαθιά, ενδόμυχα, όλοι δε φοβόμαστε κι από την άλλη αναζητούμε την εξίσωση μας με το ανώτερο;
Εσύ, παιδί μου, τον φοβάσαι τον θάνατο;