12.40 Π.Μ.
Το ρολόι έδειχνε πια “παγωμένες ” δώδεκα. Είναι εκείνη η ώρα που κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει. Για άλλους αποτελεί ίσως πηγή έμπνευσης, και για άλλους πάλι το προσωπικό τους κολαστήριο.
Οι δείκτες του μεγάλου, ξύλινου ρολογιού στον τοίχο του σαλονιού, γυρνούσαν αργά και σταθερά, φαινομενικά ίδια με όλες τις προηγούμενες φορές. Καθισμένοι απέναντι, παρακολουθούμε σαστισμένος και ταυτόχρονα, -θα έλεγε κανείς- , γοητευμένος. Το ερώτημα τώρα είναι το ” γιατί “, μα η απορία δεν έλαβε πολύ χρόνο για να λυθεί.
《 Ποτέ δεν ξέρεις πότε οι δείκτες ενός ρολογιού θα σταματήσουν να γυρίζουν》, είπε κι εκείνη με τη σειρά της τον κοίταξε με μια αφανέρωτα έκδηλη περιέργεια. Της ανταπέδωσε το βλέμμα.
《 Είναι θέμα τύχης ή ατυχίας, θεωρώ, αν θα παρίστασαι την ώρα που θα συμβεί, αν θα το παρατηρήσεις λίγα δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες, ίσως και μήνες αργότερα πως το ρολόι σου σταμάτησε έτσι ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση 》,της είπε και συνέχισε να κοίτα καθηλωμένος τους δείκτες.
Εκείνη, συνέχισε να τον κοίτα, μα δεν μπορούσε να του απαντήσει. Ήταν λες και η γλώσσα στην οποία της απευθυνόταν να της ήταν άκρως κατανοητή, μα ταυτόχρονα και παντελώς άγνωστη. Σαν λες και οι λέξεις που πάσχιζαν με κάποιες άκαμπτες, σπασμωδικές κινήσεις να βγουν από τα χείλη της, ξεθώριαζαν όταν εκείνη πήγαινε να τις ξεστομίσει.
《 Ξέρω τι σκέφτεστε 》, της είπε, κοιτώντας την με μια απόλυτα σίγουρη ματιά.
《Οι άνθρωποι είναι πάντοτε πολύ απασχολημένοι για να ασχολούνται με μικρό πράγματα, όπως συνηθίζουν να τα αποκαλούν. Αδιάφορα κολλημένος μέσα στην ανία που τους προσφέρει η ήσυχα, κατά τα άλλα, στημένη καθημερινότητα τους. Τίποτε δεν αλλάζει γύρω τους, γιατί οι ίδιοι είναι εκείνοι που δε θέλουν να το αλλάξουν.
Μια συμβατικά άχαρη ζωή, μια κυκλική πορεία που ατελείωτα και τούτη επαναλαμβάνεται, κι αν αυτή θα σταματήσει θα είναι θέμα τύχης ή ατυχίας. Εσάς, όμως, πως σαν φαίνεται αυτό το ρολόι τοίχου; Εμένα δεν μου ταιριάζει κι απόλυτα με την αισθητική του χώρου. Δεν πολύ μιλάτε όμως για να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Μήπως να υποθέσω πως η παρουσία μου δε σας είναι ευχάριστη στο χώρο》;
Η γλώσσα της δέθηκε σαν ένας ολόσφιχτος φιόγκος. Το στομάχι της σφίχτηκε τόσο δυνατά που της έκοβε την ανάσα. Τι να απαντούσε περιμένοντας μιάμιση ώρα αναμονής σε έναν άγνωστο που είχε όρεξη να το ” παίξει ” φιλόσοφος, αναλύοντας δείκτες ενός ρολογιού; Και που το νόημα σε όλο αυτό; Δεν το έβρισκε, αλλά του αποκρίθηκε:
《 Εγώ το βρίσκω άκρως ταιριαστό με την διακόσμηση. Βέβαια, εξαρτάται και από το προσωπικό γούστο του καθενός, αλλά είναι ένα απλό ρολόι τοίχου, για πρακτικός πάντα λόγους μέσα στο χώρο 》.
Δεν την κοίταξε ούτε για ένα λεπτό καθώς εκείνη του απαντούσε. Σαν να μην έδωσε πότε προσοχή σε εκείνα που του απάντησε, μα φαινόταν πως είχε παρατηρήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ξαφνικά, με μια απότομη σηκώθηκε από τη θέση του και είπε:
《 Με συγχωρείτε, θα πρέπει να λείψω για λίγο 》.
Του αποκρίθηκε:
《 Μα είναι η σειρά σας μετά, είστε ο επόμενος. Γνωρίζετε αν θα καθυστερήσετε ή τουλάχιστον αν θα επιστρέψετε εγκαίρως 》;
Της αποκρίθηκε:
《 Ποιός μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί όταν θα περάσω αυτό το κατώφλι; Μήπως, εσείς 》;
Το βλέμμα του τώρα ήταν κενό, διάφανο, σαν τα συναισθήματα κι εκείνος να μην είχαν συναντηθεί ποτέ σε αυτή τη ζωή. Κι εκείνη τρόμαξε, αλλά δεν το έδειξε. Δεν του απάντησε πίσω.
《 Χάρηκα που τα είπαμε. Εις το επανειδην 》, ακούστηκε να της λέει κι έγειρε την βαριά, λευκή πόρτα κατά την έξοδό του.
” Άλλο και τούτο πάλι, πολύ περιεργη μέρα σήμερα. Τί ήταν τώρα αυτό; “, άρχισαν οι σκέψεις να ξεπηδούν άδειλα μέσα στο κεφάλι της. Όμως οι σκέψεις της διακόπηκαν δυσάρεστα από το διπλανό δωμάτιο.
Ώρα βεβαιωμένου θανάτου, 12.40 π.μ.
… 3 μέρες αργότερα …
Καθισμένη στο γραφείο, κι ακούγοντας τη βροχή που μόλις είχε ξεκινήσει, την ώρα που η ματιά της επέστρεψε από το παράθυρο προς τα πίσω, ενώ το ραδιόφωνο είχε βάλει την αγαπημένη της μπαλάντα, κοντοστάθηκε στο ρολόι του τοίχου. Αβίαστα, ξεπήδησε από το μυαλό της η συζήτηση με εκείνον τον άγνωστο άντρα που είχε έρθει λίγες μέρες πριν και δεν εμφανίστηκε ξανά από τότε.
Μα όταν κοίταξε το είδε ολοκάθαρα,
12.40 π.μ.